τσύνουρο

τσύνουρο
το см. τσίνουρο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τσύνουρο" в других словарях:

  • ματοτσύνορο — και ματοτσύνουρο, το η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + τσύνορο / τσύνουρο βλ. και ματόκλαδο] …   Dictionary of Greek

  • ματόκλαδο — και ματοκλάδι το 1. βλεφαρίδα 2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ αστέρια» Άγγ. Σικελιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β συνθετικό τής λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό φυλλα και… …   Dictionary of Greek

  • τσύνορο — και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματό κλαδο*, ματό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»